- παροικίας
- παροικίᾱς , παροικίαsojourningfem acc plπαροικίᾱς , παροικίαsojourningfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάρου — Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου εκτίθενται μερικά από τα σημαντικότερα και ομορφότερα δείγματα τέχνης που άνθησε στις Κυκλάδες και έφτασε στο απόγειό της τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Αν και αποτελείται μόνο από τρεις αίθουσες και μια αυλή, είναι… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Πόρτες — I Μικρό νησί των Κυκλάδων, σε μικρή απόσταση από την Πάρο. Αποτελεί το βορειότερο νησί, συστάδας μικρών νησιών, που βρίσκονται στην είσοδο του λιμανιού της Παροικίας της Πάρου. Οι Πόρτες, έξω από το λιμάνι της Παροικιάς στην Πάρο (φωτ. ΑΠΕ). II… … Dictionary of Greek
Πρίγκος, Ιωάννης — (Zαγορά Πηλίου 1725; – 1789). Φιλογενής έμπορος, βιβλιόφιλος και ευεργέτης της γενέτειράς του. Πρόωρα ορφανεμένος και σχεδόν αγράμματος, επιδόθηκε στο μικρεμπόριο στα κοντινά λιμάνια της Ανατολής: Αλεξάνδρεια (1740), Βενετία, Σμύρνη. Στο μεταξύ… … Dictionary of Greek
Φλαγγίνης — Όνομα Ελλήνων λογίων. 1. Θωμάς (Βενετία 1579 – 1649). Ιδρυτής του Φλαγγινιανού Γυμνασίου και άλλων κοινωφελών ιδρυμάτων της Βενετίας. Κερκυραίος στην καταγωγή από τον πατέρα του, Κύπριος από τη μητέρα του, της οποίας κράτησε το επώνυμο, σπούδασε… … Dictionary of Greek
обитѣлище — ОБИТѢЛИЩ|Е (11), А с. То же, что обитѣль. В 1 знач.: цр҃квьнии въсхыщени быша нѣции доми бл҃гочьстьни. отъ нѣкыихъ мѹжь епископи˫а же и манастыреве и быша облаша обитѣлища. (καταγώγια) КЕ ХII, 76б; О томь ˫ако не достоить прѣѡбразовати манастырѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PAROCHIAE — de harum origine Anastasius dieit, Fabianum Pontific. 21. per Regiones Romam divisisse Diaconis, Et Luitprandus: Fabianus 7. Diaconos in urbe Roma in 7. Regiones ipsius urbis divisit. Dionysius autem. Presbyteris Ecclesias divisit et Coemiteria,… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Άγιος Σπυρίδων — I Μικρό νησί, που βρίσκεται μπροστά στον κόλπο της Παροικιάς, στο νησί Πάρος. II Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.223 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλοθέης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek